- εὐεπιχειρήτου
- εὐεπιχείρητοςeasy to be attackedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευεπιχείρητος — εὐεπιχείρητος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να προσβάλει, ο ευπρόσβλητος («τοῡ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», Στράβ.) 2. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον πρόβλημα», Αριστοτ.) 3. αυτός που… … Dictionary of Greek